- ἐναρέτου
- ἐνάρετοςvirtuousmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρηστοφανής — ές, ΜΑ αυτός που δίνει την εντύπωση τού χρηστού, τού ηθικού, καλού και ενάρετου ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] … Dictionary of Greek
Βαρλαάμ και Ιωάσαφ — Μεσαιωνικό μυθιστόρημα με θεολογικό περιεχόμενο. Το κείμενο του μυθιστορήματος, που αποτελεί ύμνο στον ασκητικό βίο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1832. Το μυθιστόρημα έχει εμπνεύσει ιδιαίτερα τους Κόπτες αγιογράφους. Οι δύο φανταστικοί… … Dictionary of Greek